- συνοίκημα
- συνοίκ-ημα, ατος, τό,A that with which one lives, νομίσας δῆμον εἶναι σ. ἀχαριτώτατον a most unpleasant house-fellow, Hdt.7.156.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνοίκημα — that with which one lives neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοίκημα — ήματος, τὸ, Α [συνοικῶ] 1. η συγκατοίκηση 2. το άθροισμα αυτών που συγκατοικούν, που ζουν από κοινού, η κοινότητα τών ανθρώπων που ζουν μαζί («νομίσας δῆμον εἶναι συνοίκημα ἀχαριτώτατον», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek